ῥήτρα

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥήτρα Medium diacritics: ῥήτρα Low diacritics: ρήτρα Capitals: ΡΗΤΡΑ
Transliteration A: rhḗtra Transliteration B: rhētra Transliteration C: ritra Beta Code: r(h/tra

English (LSJ)

ἡ, Ion. ῥήτρη, Elean ϝράτρα, v. infr.: (ἐρῶ):—
A verbal agreement, bargain, covenant, ἀλλ' ἄγε νῦν ῥήτρην ποιησόμεθ' Od.14.393; παρὰ τὴν ῥ. X.An.6.6.28; ῥ. πρὸς αὐτὸν καὶ ὁμολογία γίνεται Ael.VH2.7, cf. 10.18; ποιοῦνται ῥήτρας ἐπὶ χρυσίῳ παμπόλλῳ they lay wagers, Id.NA15.24.
II in the Doric and Elean dialects, compact, treaty, ἁ ϝράτρα τοῖρ ϝαλείοις καὶ τοῖς Ἑρϝαοίοις (i.e. ἡ ῥήτρα τοῖς Ἠλείοις καὶ τοῖς Ἡραιεῦσι) SIG9 (Elis, vi B.C.).
2 of the laws of Lycurgus, which assumed the character of a compact between the Law-giver and the People, Plu.Lyc.6, cf. 13; later, decree, ordinance, of the Spartan kings, as of Agis, Id.Agis 8; εὐθείαις ῥ. ἀνταπαμειβομένους (perhaps in reference to the σκολιά (sc. ῥήτρα) mentioned in the addition made to the original ῥήτρα, Plu.Lyc.6), Tyrt.2.8.
3 at Byzantium = προβούλευμα, ἐκ τᾶς βωλᾶς λαβὼν ῥήτραν Decr.Byz. ap.D.18.90 (unless, leave to speak, cf. infr. III).
4 generally, law, X.Cyr.1.6.33; ordinance of a festival, IG5(1).1498.12 (Messenia).
III speech, ῥήτρα παραλαβεῖν = take up the word, Luc.Pro Merc. Cond.2; παραδιδόναι Id.Tox.35: pl., speeches, Lyc.470,1037, Nic. Al.132.

German (Pape)

[Seite 841] ἡ, ion. ῥήτρη, 1) Verabredung, Vertrag, Übereinkunft, Od. 14, 393; nach den Alten, wie Apion, ὁμιλία, ῥῆσις, oder ἡ ἐπὶ ῥητοῖς τισι συνθήκη, Apoll. L. H.; παρὰ τὴν ῥήτραν, Xen. An. 6, 4, 28; vgl. Ael. V. H. 2, 7. 10, 18, dah. später auch Wette, ῥήτρην ποιήσασθαι, Luc. Philopatr. 22 u. Sp. – 2) Wort, Spruch, Ausspruch, bes. Orakelspruch, Sp.; bes. heißen auch die ungeschriebenen Verordnungen u. Gesetze des Lykurg ῥῆτραι, Plut. Lycurg. 13 u. sonst, wie de Pyth. orac. 19 Lac. apophth. p. 188 (entweder die Verabredungen, Verträge, vgl. Böckh Inscr. I p. 28, oder die gleich Orakelsprüchen geachteten, Francke Callin. p. 199). – S. noch Xen. Cyr. 1, 6, 33. – 3) Sprache, Rede, Wort, Nic. Alex. 192; Erlaubniß oder Recht zu sprechen, λαβὼν ἐκ τῆς βουλῆς ῥήτραν, Dem. 18, 90, im Psephisma der Byzantier; so παραλαβὼν τὴν ῥήτραν, Luc. pro merc. cond. 2; τὴν ῥήτραν παραδίδωμι, Tox. 35. – 4) bei Lycophr. 470 Volksversammlung.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole, particul.
1 convention, accord verbal ; gageure, pari : ῥήτραν ποιεῖσθαι ἐπί τινι ÉL faire un pari à une condition;
2 parole d'un oracle ; ordre ; αἱ ῥήτραι lois non écrites, constitution consentie par un accord verbal en parl. des lois de Lycurgue ; décret, loi en gén.
Étymologie: R. Ϝερ > Ϝρη-, Ῥη- parler ; v. εἴρω², *ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

ῥήτρα: ион. ῥήτρηεἴρω II]
1 соглашение, уговор, условие: ῥήτρην ποιεῖσθαι Hom. заключить между собой условие;
2 предписание, указание: παρὰ τὴν ῥήτραν Xen. вопреки предписанию;
3 установление, закон (преимущ. неписанный) Xen., Plut.: ῥῆτραι Plut. (в Спарте) закон Ликурга;
4 речь, слово Dem.: παραλαβεῖν τὴν ῥήτραν Luc. взять слово.

Greek (Liddell-Scott)

ῥήτρα: ἡ, Ἰων. ῥήτρη, Αἰολ. Fράτρα, ἴδε κατωτ.· (*ῥέω, ἐρῶ)· ἡ ἐπὶ ῥητοῖς καὶ ὡμολογημένοις συνθήκη, συμφωνία ἐπὶ ῥητοῖς, ὃ ἐστιν ἐπὶ ὡρισμένοις, ἀλλ’ ἄγε νῦν ῥήτρην ποιησόμεθ’ Ὀδ. Ξ. 393· παρὰ τὴν ῥήτραν Ξν. Ἀνάβ. 6. 6, 28· ῥ. πρὸς αὐτὸν καὶ ὁμολογία γίνεται Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 7, πρβλ. 10. 18· ποιοῦνται ῥήτρας ἐπὶ χρυσίῳ παμπόλλῳ, «βάλλουν, κάμνουν στοιχήματα», ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 15. 24, ἔνθα ἴδε Ἰακώψιον. ΙΙ. λέξις ἐν πολλῇ χρήσει ἐν ταῖς Αἰολ. καὶ Δωρ. πολιτείαις, συμφωνία, συνθήκη, Fράτρα τοῖς Fαλείοις καὶ τοῖς ἨραFοίοις (δηλ. ῥήτρα τοῖς Ἠλείοις καὶ τοῖς Ἡραιεῦσι) Ἀρχαία ἐπιγραφὴ τῶν Ἠλείων ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 11, ἔνθα ἴδε Böckh (σ. 26). 2) ἐπὶ τῶν ἀγράφων νόμων τοῦ Λυκούργου, οἴτινες ἦσαν οὕτως εἰπεῖν συμβόλαιονσυνθήκη μεταξὺ τοῦ νομοθέτου καὶ τοῦ λαοῦ, Νόμ. ἐν Πλουτ. Λυκούργ. 6, πρβλ. 13· ἀκολούθως, ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις, διάταγμα τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, ὁ αὐτ. ἐν Ἄγιδι 8· εὐθείαις ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους (ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν σκολιὰν ῥήτραν μνημονευομένην ἐν τῇ ῥήτρᾳ τῶν βασιλέων Πολυδώρου καὶ Θεοπόμπου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6), Τυρταῖ. 2. 8. 3) ἐν Βυζαντίῳ = προβούλευμα· ἐκ τᾶς βωλᾶς λαβὼν ῥήτραν (ῥάτραν;) ψήφισμα Βυζαντίων παρὰ Δημ. 255. 21 (ἔνθα ὁ Schäf. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν ἄδεινα τοῦ ὁμιλεῖν, ἴδε κατωτ.). 4) καθόλου, = νόμος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 33. ΙΙΙ. ὁμιλία, λόγος, ῥήτρης εὐκελάδοιο πατήρ, ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Χριστοδ. Ἔκφρασις 24, πρβλ. 256· ῥ. παραλαβεῖν, παραλαβεῖν τὸν λόγον, Λουκ. Ἐπὶ μισθ. συνόντ. 2· παραδιδόναι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 35· ἐν τῷ πληθ., λόγοι, ὁμιλίαι, Λυκόφρ. 470, 1037, Νικ. Ἀλεξιφ. 132.

Greek Monolingual

η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α
1. συμφωνία με ρητούς όρους
2. ορισμένος όρος σύμβασης
νεοελλ.
1. φρ. α) «γενική ρήτρα»
(νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία
β) «ειδική ρήτρα»
(νομ.) πρόσθετος όρος σε σύμβαση με τον οποίο τροποποιείται ή συμπληρώνεται υπέρ ενός από τους συμβαλλομένους η λειτουργία της σε σημείο που δεν ρυθμίζεται ειδικά ή ρυθμίζεται διαφορετικά στον νόμο
γ) «ποινική ρήτρα» — βλ. ποινικός
δ) «ασφαλιστήρια ρήτρα»
(νομ.) η, κατά κανόνα με ιδιαίτερη συμφωνία, προστιθέμενη ρήτρα συνήθως στη σύμβαση παραγγελίας, κατά την οποία ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει έναντι του παραγγελέα τον κίνδυνο για οποιαδήποτε αιτία μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης τρίτου με τον οποίο συμβάλλεται ο παραγγελιοδόχος για λογαριασμό του παραγγελέα
ε) «ρήτρα σύνταξης εγγράφου»
(νομ.) ρήτρα κατά την οποία η δικαιοπραξία είναι άκυρη αν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος που είχαν καθορίσει τα συμβαλλόμενα μέρη
στ) «ρήτρα κράτησης της παροχής» — ρήτρα με την οποία ο δανειστής κρατεί ως όφελος το μέρος της παροχής που έλαβε παρά την άσκηση από αυτόν δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση
ζ) «ρήτρα έκπτωσης»
(νομ.) ρήτρα με την οποία ο οφειλέτης εκπίπτει από τα συμβατικά δικαιώματά του στην περίπτωση που αυτός δεν εκτελέσει προσηκόντως τις υποχρεώσεις του
η) «ρήτρα τιμαρίθμου, χρυσού, δολαρίου, ECU ή άλλου ξένου νομίσματος» — ρήτρα σύμφωνα με την οποία η σε χρήμα προσδιοριζόμενη συμβατική οφειλή θα υπολογιστεί κατά την εξόφλησή της σε αντιστοιχία του εθνικού νομίσματος προς τα αγαθά, τον χρυσό, το δολάριο, την ECU ή άλλο ξένο νόμισμα
θ) «ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους»
διεθν. δίκ. ρήτρα που διέπει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών και με την οποία παρέχονται ή επεκτείνονται αυτόματα από μια χώρα σε μια άλλη χώρα όλα τα πλεονεκτήματα, όταν πρόκειται για γενική ή απόλυτη ρήτρα, ή μερικά μόνον πλεονεκτήματα, όταν πρόκειται για σχετική ή μερική ρήτρα, τα οποία έχουν ήδη χορηγηθεί ή ενδέχεται να χορηγηθούν σε τρίτη χώρα
ι) «ρήτρα τών πραγμάτων παραμενόντων ως έχουν»
διεθν. δίκ. ρήτρα κατά την οποία η ριζική και απρόβλεπτη μεταβολή τών περιστάσεων που οδήγησαν στη σύναψη διεθνούς συνθήκης μπορεί να επιφέρει τη λύση της ή την αποχώρηση ενός συμβαλλομένου από αυτήν
αρχ.
1. στοίχημα
2. (στις αιολ. και δωρ. πολιτείες) συνθήκη μεταξύ δύο πόλεων
3. (στη Σπάρτη) α) καθεμιά από τις θεμελιώδεις διατάξεις της νομοθεσίας του Λυκούργου («μία τῶν καλουμένων ῥητρῶν», Πλούτ.)
β) (γενικά) καταστατικός χάρτης για τον καθορισμό τών θεμελιωδών αρχών πολιτεύματος
γ) βασιλικός νόμος ή διάταγμα
4. (γενικά) νόμος
5. (στο αρχ. Βυζάντιο) προβούλευμα
6. λόγος, ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω [ΙΙ]), με μηδενισμένο το α' και εκτεταμένο το β' φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥητός, ῥήτωρ) + επίθημα -τρα (πρβλ. πλέκτρα). Ο κυπρ. τ. Fρήτα έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική αποβολή του β' -ρ-].

Greek Monotonic

ῥήτρα: ἡ, Ιων. ῥήτρη (*ῥέω, ἐρῶ
I. προφορική, λεκτική συμφωνία, διαπραγμάτευση, συναλλαγή, συνθήκη, σύμβαση, σε Ομήρ. Οδ.· παρὰ τὴν ῥήτραν, σε Ξεν.
II. οι άγραφοι νόμοι του Λυκούργου ονομάζονταν ῥῆτραι, σε Πλούτ.· γενικά, θέσπισμα, διάταγμα, ψήφισμα, διάταξη, νόμος, σε Τυρτ., Ξεν.
III. ομιλία, λόγος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ῥήτρα, ἡ, [*ῥέω, ἐρῶ]
I. a verbal agreement, bargain, covenant, Od.; παρὰ τὴν ῥήτραν Xen.
II. the unwritten laws of Lycurgus were called ῥῆτραι, Lex ap. Plut.: generally, a decree, ordinance, Tyrtae., Xen.
III. speech, a word, Luc.

Translations

decree

Arabic: أَمْر‎, مَرْسُوم‎; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان‎; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman