ῥιγνός

English (LSJ)

ή, όν, = ῥικνός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 842] seltnere Form für ῥικνός, Hesych. erklärt ῥιγεδανός, φρικώδης.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιγνός: -ή, -όν, = ῥικνός, Ἡσύχ.˙ - ῥιγνόομαι, = ῥικνόομαι, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ρικνός.