ῥικνόομαι

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥικνόομαι Medium diacritics: ῥικνόομαι Low diacritics: ρικνόομαι Capitals: ΡΙΚΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: rhiknóomai Transliteration B: rhiknoomai Transliteration C: riknoomai Beta Code: r(ikno/omai

English (LSJ)

Pass.,
A grow stiff or be shrivelled by frost, heat, or old age, Arist.HA553a13, Opp.H.5.593, Sor.1.15.
II dance with unseemly contortions, S.Fr.316, cf. Luc.Lex.8.
III later Act., have sexual intercourse, πρὸς ἄνδρα, πρὸς γυναῖκα, PMag.Leid.W.6.28.

German (Pape)

[Seite 843] eigtl. vor Kälte starr und steif werden, erstarren, dah. übh. sich zusammenziehen, sich krümmen; φθείρονται δ' ἐῤῥικνωμένων τῶν μορίων, Arist. H. A. 5, 20; bei Opp. Cyn. 5, 592 steht ἀφαυροτέροις μελέεσσι ῥικνοῦσθαι dem σαρκὶ περιπλήθειν entgegen, schrumpflig, runzlig werden; γήρᾳ ἐῤῥικνώθη, Sp.; nach den VLL. τὸ καμπ ύλον γενέσθαι ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ ὄρχησιν, κατὰ τὴν ὀσφύν, Soph. bei Phot., ein Tanz, bei dem der Leib gekrümmt und der Hintere vorgestreckt ward, nach Poll.. 4, 99 τὴν όσφὺν φορτικῶς περιάγειν; vgl. Luc. Lex. 8.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
danser en se courbant ou se tordant.
Étymologie: ῥικνός.

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνόομαι: Παθ. (ῥικνὸς) γίνομαι ῥικνός, «ζαρώνω» ἐκ παγετοῦ, καύσωνος ἢ γήρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 5, Ὀππ. Ἁλ. 5. 592· μεταφορ., ἐπὶ ἱματίων, Ἐπιφάν. ΙΙ. ὀρχοῦμαι ποιῶν ἀσέμνους συστροφὰς τοῦ σώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 297, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 8· ὅθεν καὶ ὁ Βάκχος λέγεται γήραϊ ῥικνώδης ἐν Ἀνθ. Π. 5. 273. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοῦσθαι· διέλκεσθαι, καὶ παντοδαπῶς διαφέρεσθαι κατ’ εἶδος», καὶ «ῥικνοῦται· λεπτύνεται. ἐπὶ τῶν ὀστέων τῶν γερόντων».

Russian (Dvoretsky)

ῥικνόομαι:
1 сжиматься, съеживаться Arst.;
2 плясать извиваясь Soph., Luc.