φρικώδης

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑκώδης Medium diacritics: φρικώδης Low diacritics: φρικώδης Capitals: ΦΡΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: phrikṓdēs Transliteration B: phrikōdēs Transliteration C: frikodis Beta Code: frikw/dhs

English (LSJ)

φρικῶδες,
A attended with shivering, πυρετὸς φρικώδης = a fever with shivering fits, ague, Hp.Epid.1.2, Sor.1.59; δυσουρία φρικώδης Hp.Aph.3.5; οἱ φρικώδεις = those who suffer from shivering fits, Id.Coac.12, al.; τὸ φρικῶδες = roughness, unevenness of the skin, as in aguish fits, ib.17, cf. Gal.6.195.
II that causes shuddering or that causes horror, awful, horrible, ὄψις Ar.Ra.1336 (lyr.); τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.1.29; φρικώδη κλύειν = horrible to hear, E.Hipp.1202; freq. in later Prose, δόξαι φ. Phld.Mus. p.50 K.; φρικώδης ἄποψις, φρικῶδες θέαμα, Arist.Mir.843a16, Plu.Marc.15, Anon. Oxy. 416.9, Jul.Or.1.31c; τὸ φρικωδέστατον τῶν κακῶν ὁ θάνατος Epicur.Ep.3p.61U.; φρικωδέστατος ὅρκος PStrassb.48.6 (vi A. D.), etc.: neut. φρικῶδες, as adverb, horribly, E.Hipp.1216.
b inspiring religious awe, Plu. TG21 (Sup.), Aristid.1.256J. Adv. Sup., ἁγιώτατα καὶ φρικωδέστατα ἔχειν, of the terrors of a court of justice, D.23.74.

German (Pape)

[Seite 1306] ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; ὄψις Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Gegensatz von ἠπίαλος, Medic. – Übh. mit δεινός vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 qui fait frissonner, effrayant, terrible;
2 accompagné de frissons en parl. de maladie;
Sp. φρικωδέστατος.
Étymologie: φρίξ, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φρῑκώδης: приводящий в трепет, ужасный, страшный (ὄψις Arph.; θέαμα, ὅρκοι Plut.): βρόμος φ. κλύειν Eur. страшный грохот; φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. откликаться страшным грохотом.

Greek (Liddell-Scott)

φρικώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑπὸ φρίκης ἢ φρικιάσεως συνοδευόμενος, πυρετὸς φρ., ὁ μετὰ φρικιάσεως ἢ ῥίγους, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 949· δυσουρία φρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1247· ― τὸ φρικῶδες, ἡ τραχύτης, ἀνωμαλία τῆς ἐπιδερμίδος, οἷον ὅταν κατέχηταί τις ὑπὸ ἠπιάλου ἢ παροξυσμοῦ ῥίγους, Ἱππ., Γαλην. ΙΙ. ἐμποιῶν φρίκην ἢ τρόμον, φοβερός, τρομερός, φρικτός, ὄψις Ἀριστοφ. Βάτρ. 1336 (λυρ.)· τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη Ἀνδοκ. 5. 5· φρικώδη κλύειν, δεινὰ ἀκοῦσαι, Εὐρ. Ἱππ. 1202· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 2, Πλούτ., κλπ.· ― οὐδ. φρικῶδες, ὡς ἐπίρρ., φρικτῶς, Εὐρ. Ἱππόλ. 1216· ― ὡσαύτως ἐπὶ θρησκευτικῆς εὐλαβείας, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἀριστείδ. 1. 256. ― Ἐπίρρ. -δῶς, φρικωδέστατα ἔχειν, ἐπὶ τῆς φρίκης τοῦ δικαστηρίου, Δημ. 644. 18.

Greek Monolingual

-ες / φρικώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φρίξ, φρικός]
φρικαλέος, φρικτός
αρχ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.)
2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος
3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες
α) ως ουσ. η τραχύτητα δέρματος που ανατριχιάζει
β) (ως επίρρ.) φρικτά, φρικωδώς.
επίρρ...
φρικωδώς / φρικωδῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο φρικώδη, φρικτά
αρχ.
φρ. «ἔχω φρικωδῶς» — εμπνέω φρίκη (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

φρῑκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που συνδέεται με τη φρίκη, φρικτός, σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. φρικῶδες, ως επίρρ., με φρίκη, φρικτά, σε Ευρ.· επίρρ. -δῶς, υπερθ. φρικωδέστατα ἔχειν, βρίσκομαι στην απόλυτη φρίκη, σε Δημ.

Middle Liddell

φρῑκ-ώδης, ες εἶδος
that causes shuddering, horrible, Eur., Ar.:—neut. φρικῶδες, as adv. horribly, Eur.:— adv. -δῶς, Sup., φρικωδέστατα ἔχειν to be in utter horror, Dem.

English (Woodhouse)

alarming, dreadful, fearful, horrible

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φρίκη + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φρίσσω -ττω.

Translations

fearful (frightening)

Bulgarian: страшен; Czech: děsivý, hrozný, hrozivý, strašlivý; French: effrayant, redoutable; Galician: medoñento; German: furchtbar; Gothic: 𐌰𐌲𐌹𐍃𐌻𐌴𐌹𐌺𐍃; Greek: φοβερός, τρομακτικός; Ancient Greek: δεινός, δύσχιμος, ἔμφοβος, σμερδνός, τρομερός, φοβερός, φρικώδης; Irish: scanrúil; Khiamniungan Naga: hāh; Korean: 무섭다, 두렵다; Latin: timidus, meticulosus, dirus; Latvian: biedējošs, baismīgs; Middle Korean: 므ᅀᅴ〮엽다〮, 두립〮다〮, 저프다〮; Plautdietsch: forchtsom; Portuguese: amedrontador; Russian: страшный, ужасный; Sanskrit: भीम; Turkish: korkulu; Vietnamese: đáng sợ

terrible

Arabic: فَظِيع; Armenian: ահավոր; Azerbaijani: qorxunc, dəhşətli, müdhiş, vahiməli; Belarusian: жудасны, страшны, жахлі́вы; Bulgarian: ужасен, страшен, страхотен; Catalan: terrible; Chinese Mandarin: 詭異的 / 诡异的, 可怕的, 夠嗆 / 够呛, 嚇人的 / 吓人的; Czech: hrozný, strašný; Danish: frygtelig; Dutch: afschuwelijk, verschrikkelijk; Esperanto: terura; Estonian: kohutav; Finnish: pelottava, kamala, kauhea, hirveä, hirvittävä; French: terrible, horrible, épouvantable; Georgian: საშინელი, საზარელი; German: schrecklich; Gothic: 𐌰𐌲𐌹𐍃𐌻𐌴𐌹𐌺𐍃; Greek: τρομερός, φοβερός, φρικτός; Ancient Greek: βλοσυρός, γοργός, δεινός, δυσαχής, δυσηχής, ἐπίφοβος, μαλερός, ῥιγηλός, στυγερός, φοβερός; Hebrew: נורא, איום; Higaonon: makuyaw; Hindi: भयंकर, भयानक; Hungarian: borzasztó, rettenetes, szörnyű, borzalmas, rettentő; Icelandic: hræðilegur; Irish: uafásach; Italian: terribile; Japanese: 恐ろしい, 酷い; Kazakh: шошырлық; Korean: 끔찍하다; Latin: terribilis, dirus; Latvian: šausmīgs; Macedonian: ужасен, страшен; Navajo: hóyééʼ; Norwegian: fryktelig, forferdelig; Persian: وحشتناک; Plautdietsch: schrakjlich, jräsich; Polish: straszny, straszliwy, okropny, przerażający; Portuguese: terrível; Romanian: groaznic, teribil; Russian: ужасный, страшный, жуткий; Sanskrit: भीष्म, घोर; Scots: bowkin; Scottish Gaelic: sgriosail; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏жа̄сан, страшан; Roman: ȕžāsan, strášan; Slovak: hrozný, strašný; Slovene: grozen; Spanish: terrible; Swedish: fruktansvärd, hemsk; Tatar: имәнеч; Tocharian B: empele; Turkish: korkunç, dehşet, feci; Ukrainian: жахливий, страшний; Vietnamese: khủng khiếp; Welsh: ofnadwy; Yakut: ынырык; Yiddish: שרעקלעך