ῥιφή

English (LSJ)

ἡ,= ῥῖμμα and ῥῖψις, Lyc.235,1326.

German (Pape)

[Seite 845] ἡ, = ῥίμμα u. ῥῖψις, Lycophr. 235. 1326 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῐφή: ἡ, = ῥῖμμα καὶ ῥῖψις, Λυκόφρ. 235, 1326.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ρίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ῥιπή σχηματισμένος από το θ. του παθ. αορ. β' -ρρίφ-ην του ῥίπτω.