ῥοικοειδής

English (LSJ)

ῥοικοειδές, crooked-looking, Gal.18(1).537; cf. ῥαιβοειδής.

German (Pape)

[Seite 848] ές, wie krumm, dem Krummen ähnlich, krumm von Ansehen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοικοειδής: -ές, ὁ καμπυλοειδής, κυρτοειδής, Γαλην. 18. 537· πρβλ. ῥαιβοειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
καμπυλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοικός «στρεβλός, κυρτός» + -ειδής].