καμπυλοειδής

English (LSJ)

καμπυλοειδές, appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.

Greek Monolingual

-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, σφαιροειδής].