= ῥογχάζω, ῥέγχω, Hsch.
ῥυγχιάζω: ῥογχάζω, ῥέγχω, Ἡσύχ.
Α ῥύγχος / ῥυγχίον(κατά τον Ησύχ.) «ῥογχάζω, ῥέγχω».