ῥυγχιάζω

English (LSJ)

= ῥογχάζω, ῥέγχω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυγχιάζω: ῥογχάζω, ῥέγχω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α ῥύγχος / ῥυγχίον
(κατά τον Ησύχ.) «ῥογχάζω, ῥέγχω».