ῥόα, ἢ ῥοιά, Hsch. (fort. ῥοΐδια).
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ῥόα ή ῥοιά».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί ῥοϊδία (< ῥόα)].