ῥωπίζω

English (LSJ)

(ῥῶπος) perhaps deal in petty wares, but variously glossed, Ion Trag.31.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωπίζω: (ῥῶπος) «ἐρρωπίζομεν: σύμμικτα καὶ συμπεφυρμένα ἐποιοῦμεν· ῥῶπος γὰρ ὁ ποικίλος καὶ λεπτὸς φόρτος» (Φώτ.), ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ἐρρωπίζομεν (ἠτεχνιτεύομεν ἢ σύμμικτα χρώματα εἴχομεν) Ἴων Ὀμφάλῃ (Ἀποσπ. 31). Τινὲς ῥωπίζειν ἀπέδοσαν τὸ ἀτεχν(ιτ)εύεσθαι καὶ ἀμαθεύεσθαι, κακῶς· ἔστι γὰρ ῥῶπος ὁ λεπτὸς φόρτος καὶ ποικίλος καὶ ... τὰ ἐκ τῶν ῥωπῶν πλέγματα, κανᾶ καὶ σῆστρα κυρίως».

Greek Monolingual

Α ῥῶπος
πιθ. είμαι έμπορος μικρών και ευτελών αντικειμένων.