ά, όν, (ῥώννυμι) strong, mighty, Hsch.; cf. ῤάρος.
[Seite 855] stark, mächtig, nur bei Hesych.
ῥωρός: -ά, -όν, (ῥώννυμι)· «σφοδρὸς καὶ τὰ κάρτα...» Ἡσύχ. πρβλ. ῥάρος.
-ά, -όν, Α(κατά τον Ησύχ.) ρωμαλέος, δυνατός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω- του ῥώννυμι + επίθημα -ρός (πρβλ. και το σύνθ. ποδό-ρωρος)].