[ῠ], τό, f.l. in Nic.Al.607.
[Seite 853] τό, poet. statt ἐρύσιμον, Nic. Al. 620.
ῥύσιμον: [ῠ], τό, ποιητ. ἀντὶ ἐρύσιμον, Νικ. Ἀλεξιφ. 607.