ῥᾶγα

French (Bailly abrégé)

acc. sg. de ῥάξ.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾶγα: (Κῶδ. ῥάγα)· «ἀκμή, βία, ὁρμή, καὶ ἣν ἡμεῖς ῥῶγα θηλυκῶς, Ἀττικοὶ ῥᾶγα» Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾶγα: acc. к ῥάξ.