ῥᾷον

German (Pape)

[Seite 834] compar. von ῥᾴδιος, s. auch ῥᾷος.

French (Bailly abrégé)

neutre de ῥᾴων, v. ῥᾴδιος.

Greek Monotonic

ῥᾷον: ουδ. επίθ., χρησιμ. ως επίρρ., βλ. ῥᾴδιος.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾷον: compar. n к ῥᾴδιος и compar. к ῥᾳδίως.