κεκρύφαλος: Difference between revisions

20
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[net]] to [[confine]] the [[hair]], Il. 22.469†. (See [[cut]] No. 41.)
|auten=[[net]] to [[confine]] the [[hair]], Il. 22.469†. (See [[cut]] No. 41.)
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεκρύφαλος]]) <b>ζωολ.</b> ο [[δεύτερος]] από τους 4 θαλάμους από τους οποίους αποτελείται το [[στομάχι]] των ανώτερων μηρυκαστικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεφαλόδεσμος]] τών [[γυναικών]] πλεγμένος δικτυωτά, [[μέσα]] στον οποίο περιόριζαν τα μαλλιά τους<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου, ο [[προς]] το [[μέτωπο]] [[ιμάντας]]<br /><b>3.</b> η [[κοιλότητα]] του κυνηγετικού διχτιού, ο [[δικτυοειδής]] [[σάκος]] τών κυνηγών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ασιατικής προελεύσεως. Ίσως σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] τών [[κρύπτω]], [[κρύφα]].
}}
}}