Anonymous

κεκρύφαλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεκρύφαλος]]) <b>ζωολ.</b> ο [[δεύτερος]] από τους 4 θαλάμους από τους οποίους αποτελείται το [[στομάχι]] των ανώτερων μηρυκαστικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεφαλόδεσμος]] τών [[γυναικών]] πλεγμένος δικτυωτά, [[μέσα]] στον οποίο περιόριζαν τα μαλλιά τους<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου, ο [[προς]] το [[μέτωπο]] [[ιμάντας]]<br /><b>3.</b> η [[κοιλότητα]] του κυνηγετικού διχτιού, ο [[δικτυοειδής]] [[σάκος]] τών κυνηγών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ασιατικής προελεύσεως. Ίσως σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] τών [[κρύπτω]], [[κρύφα]].
|mltxt=ο (Α [[κεκρύφαλος]]) <b>ζωολ.</b> ο [[δεύτερος]] από τους 4 θαλάμους από τους οποίους αποτελείται το [[στομάχι]] των ανώτερων μηρυκαστικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεφαλόδεσμος]] τών [[γυναικών]] πλεγμένος δικτυωτά, [[μέσα]] στον οποίο περιόριζαν τα μαλλιά τους<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου, ο [[προς]] το [[μέτωπο]] [[ιμάντας]]<br /><b>3.</b> η [[κοιλότητα]] του κυνηγετικού διχτιού, ο [[δικτυοειδής]] [[σάκος]] τών κυνηγών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ασιατικής προελεύσεως. Ίσως σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] τών [[κρύπτω]], [[κρύφα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεκρύφᾰλος:''' [ῠ], ὁ ([[κρύπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δικτυοειδής]] [[γυναικείος]] [[κεφαλόδεσμος]], για να μαζεύει τα μαλλιά, Λατ. [[reticulum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] του χαλιναριού των αλόγων, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[μάρσιπος]] ή «[[κοιλιά]]» κυνηγετικού διχτυού, στον ίδ., σε Πλούτ.
}}
}}