μισθαρνικός: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’homme à gages, de mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]].
|btext=ή, όν :<br />d’homme à gages, de mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (Α [[μισθαρνικός]], -ή, -όν) [[μίσθαρνος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη [[μισθαρνία]] ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με [[μισθό]] («μισθαρνική [[εργασία]]»).
}}
}}