Anonymous

μισθαρνικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (Α [[μισθαρνικός]], -ή, -όν) [[μίσθαρνος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη [[μισθαρνία]] ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με [[μισθό]] («μισθαρνική [[εργασία]]»).
|mltxt=-ή, -ο (Α [[μισθαρνικός]], -ή, -όν) [[μίσθαρνος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη [[μισθαρνία]] ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με [[μισθό]] («μισθαρνική [[εργασία]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ.
}}
}}