δανειστής: Difference between revisions

8
(strοng)
(8)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[δανείζω]]; a [[lender]]: [[creditor]].
|strgr=from [[δανείζω]]; a [[lender]]: [[creditor]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM [[δανειστής]], Μ δανείστρια) [[δανείζω]]<br />αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει δανειστεί χρήματα.
}}
}}