3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM [[δανειστής]], Μ δανείστρια) [[δανείζω]]<br />αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει δανειστεί χρήματα. | |mltxt=ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM [[δανειστής]], Μ δανείστρια) [[δανείζω]]<br />αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει δανειστεί χρήματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾰνειστής:''' -οῦ, ὁ ([[δανείζω]]), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[πιστωτής]], σε Πλούτ., Κ.Δ. | |||
}} | }} |