δελεαστικός: Difference between revisions

8
(big3_10)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[seductor]] φαντασίαι Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.<i>Catech</i>.12.34.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[seductoramente]] δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.120.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[seductor]] φαντασίαι Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.<i>Catech</i>.12.34.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[seductoramente]] δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.120.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δελεαστικός]], -ή, -όν) [[δελεάζω]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δελεάσει, να εξαπατήσει<br />(α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» — ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες).
}}
}}