δελεαστικός

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

German (Pape)

[Seite 544] lockend, verführerisch, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

δελεαστικός: -ή, -όν, θελκτικός, μαγευτικός, ἀπατηλός, Κλήμ. Ἀλ. 487.- Ἐπίρρ. –κῶς, αὐτ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 seductor φαντασίαι Clem.Al.Strom.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.Catech.12.34.
2 adv. -ῶς seductoramente δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.Strom.2.20.120.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δελεαστικός, -ή, -όν) δελεάζω
ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει
(α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῖς εὐεπιφόροις ψυχαῖς» — ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες).