Anonymous

δελεαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
(8)
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δελεαστικός]], -ή, -όν) [[δελεάζω]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δελεάσει, να εξαπατήσει<br />(α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» — ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δελεαστικός]], -ή, -όν) [[δελεάζω]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δελεάσει, να εξαπατήσει<br />(α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῖς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» — ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες).
}}
}}