3,276,901
edits
(6_19) |
(12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe. | |lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐξευτελιστής]]) [[εξευτελίζω]]<br />αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς. | |||
}} | }} |