ἐξευτελιστής

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξευτελιστής Medium diacritics: ἐξευτελιστής Low diacritics: εξευτελιστής Capitals: ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: exeutelistḗs Transliteration B: exeutelistēs Transliteration C: ekseftelistis Beta Code: e)ceutelisth/s

English (LSJ)

ἐξευτελιστοῦ, ὁ, disparager, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Phld.Vit.p.14J., cf. p.42J.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευτελιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξευτελιστής) εξευτελίζω
αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς.