Anonymous

ἐξευτελιστής: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_19)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.
|lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξευτελιστής]]) [[εξευτελίζω]]<br />αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς.
}}
}}