ἐρόεις: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρος]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρόεις]], -εσσα, -εν, (<b>ποιητ. τ.</b>) (Α) [[έρος]]<br />[[αξιέραστος]], [[γεμάτος]] έρωτα, [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]] («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.).
}}
}}