ἐρόεις
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
English (LSJ)
ἐρόεσσα, ἐρόεν, (ἔρος) poet., lovely, charming, Ἁλίη Hes.Th.245, cf. h.Ven.263,h.Merc.31; βῶμος Sapph.54, cf. Ar.Av.246(lyr.); Νημερτής Emp.122.4; Ἑλένης τύπος APl.4.149 (Arab.).
German (Pape)
[Seite 1033] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 (Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
aimable.
Étymologie: ἔρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος прелестный, восхитительный (σπεῖος HH; Ἱπποθόη Hes.; λειμών Arph.): φυὴν ἐρόεσσα HH прелестная наружностью, очаровательная.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρόεις: εσσα, εν, (ἔρος), ποιητ., πλήρης ἔρωτος, θελκτικός, χαρίεις, Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· ὡσαύτως ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248.
Greek Monolingual
ἐρόεις, -εσσα, -εν, (ποιητ. τ.) (Α) έρος
αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῖρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.).
Greek Monotonic
ἐρόεις: -εσσα, -εν (ἔρος), ποιητ., θελκτικός, γοητευτικός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐρόεις, εσσα, εν ἔρος
poet., lovely, charming, Hes., etc.
Translations
lovely
Bulgarian: възхитителен, очарователен; Catalan: encantador; Czech: líbezný; Danish: dejlig, yndig; Dutch: liefelijk, lieflijk, beminnelijk; Esperanto: aminda, bela; Faroese: deiligur; Finnish: suloinen, viehättävä, miellyttävä; Galician: adorábel; Georgian: მშვენიერი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი; German: lieblich, liebreizend, herrlich, schön; Greek: ωραίος, ευχάριστος; Ancient Greek: ἀξιέραστος, ἐπαφρόδιτος, ἐπέραστος, ἐπήρατος, ἐραννός, ἐράσμιος, ἐρατεινός, ἐρατός, ἐρόεις, εὐήρατος, εὐπρεπής, ἱμερόεις, ἱμερτός, λαρός, χαρίεις, χαρίεν, χαρίεσσα; Italian: bello, magnifico; Japanese: 綺麗; Latin: amabilis, venustus; Latvian: mīlīgs; Middle English: wlonk, lefly, lovely, lovesom; Norwegian Bokmål: deilig, vakker; Old English: lēoflīċ; Plautdietsch: schmock, scheen; Portuguese: adorável, amável, querido; Russian: восхитительный; Sanskrit: गूर्त, मञ्जु; Swedish: vacker, härlig; Ukrainian: чудовий; Vietnamese: dễ thương; Welsh: hyfryd