3,270,283
edits
(6_19) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρμηνευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ἑρμηνεύς]], Πλάτ. Πολιτικ. 290C, [[Πολυδ]]. Ε΄, 154. | |lstext='''ἑρμηνευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ἑρμηνεύς]], Πλάτ. Πολιτικ. 290C, [[Πολυδ]]. Ε΄, 154. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο. θηλ. -εύτρια (AM [[ἑρμηνευτής]], θηλ. [[ἑρμηνεύτρια]]) [[ερμηνεύω]]<br />[[εξηγητής]], [[μεταφραστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές [[κείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερμηνεύς]]. | |||
}} | }} |