Anonymous

ἑρμηνευτής: Difference between revisions

From LSJ
2
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο. θηλ. -εύτρια (AM [[ἑρμηνευτής]], θηλ. [[ἑρμηνεύτρια]]) [[ερμηνεύω]]<br />[[εξηγητής]], [[μεταφραστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές [[κείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερμηνεύς]].
|mltxt=ο. θηλ. -εύτρια (AM [[ἑρμηνευτής]], θηλ. [[ἑρμηνεύτρια]]) [[ερμηνεύω]]<br />[[εξηγητής]], [[μεταφραστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές [[κείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερμηνεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμηνευτής:''' οῦ ὁ Plat. = [[ἑρμηνεύς]] 1.
}}
}}