3,277,055
edits
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, [[μακρός]], [[μακροχρόνιος]], Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3. | |lstext='''ἐπιχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, [[μακρός]], [[μακροχρόνιος]], Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιχρόνιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο. | |||
}} | }} |