Anonymous

ἐπιχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχρόνιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.
|mltxt=[[ἐπιχρόνιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχρόνιος:''' длительный, продолжительный, долгий (Diog. L. - v. l. [[ἐπιχθόνιος]]; Cic.).
}}
}}