Anonymous

ἐπιχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, [[μακρός]], [[μακροχρόνιος]], Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3.
|lstext='''ἐπιχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, [[μακρός]], [[μακροχρόνιος]], Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχρόνιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.
}}
}}