καταπαυστικός: Difference between revisions

19
(6_11)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.
|lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπαυστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπαύω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να καταπαύει, να επιφέρει [[γαλήνευση]], [[λήξη]] του κακού.
}}
}}