Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπαυστικός

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαυστικός Medium diacritics: καταπαυστικός Low diacritics: καταπαυστικός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katapaustikós Transliteration B: katapaustikos Transliteration C: katapafstikos Beta Code: katapaustiko/s

English (LSJ)

καταπαυστική, καταπαυστικόν, causing to cease, ταραχῶν Phld.Mus.p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.

German (Pape)

[Seite 1368] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαυστικός: -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν φῦλον θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.

Greek Monolingual

καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) καταπαύω
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη του κακού.