3,277,048
edits
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à confirmer, à affirmer, à décider.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à confirmer, à affirmer, à décider.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασκευαστικός]], -ή, -όν) [[κατασκευαστής]]<br /><b>(λογ.)</b> (για συλλογισμό ή [[επιχείρημα]]) ο [[αποδεικτικός]], ο [[βεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατασκευή]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κατασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να προνοεί, ο [[προνοητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κατορθώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασκευαστικά</i> (AM κατασκευαστικώς)<br />με κατασκευαστικό τρόπο. | |||
}} | }} |