3,277,055
edits
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />infâme voleur.<br />'''Étymologie:''' Sp. formé de [[κλέπτης]]. | |btext=η, ον :<br />infâme voleur.<br />'''Étymologie:''' Sp. formé de [[κλέπτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλεπτίστατος]], -άτη, -ον (Α)<br />(υπερθ. του [[κλέπτης]]) θρασύτατος και πολύ [[επιτήδειος]] [[κλέφτης]], [[κλέφταρος]], [[κλεφταράς]] («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμικός [[υπερθετικός]] [[βαθμός]] του ουσιαστικού [[κλέπτης]], γλωσσοπλασία του Αριστοφάνη. Κατά το [[κλεπτίστατος]] πλάστηκε μεταγενέστερα και [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] [[κλεπτίστερος]]]. | |||
}} | }} |