Anonymous

κλεπτίστατος: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />infâme voleur.<br />'''Étymologie:''' Sp. formé de [[κλέπτης]].
|btext=η, ον :<br />infâme voleur.<br />'''Étymologie:''' Sp. formé de [[κλέπτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεπτίστατος]], -άτη, -ον (Α)<br />(υπερθ. του [[κλέπτης]]) θρασύτατος και πολύ [[επιτήδειος]] [[κλέφτης]], [[κλέφταρος]], [[κλεφταράς]] («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμικός [[υπερθετικός]] [[βαθμός]] του ουσιαστικού [[κλέπτης]], γλωσσοπλασία του Αριστοφάνη. Κατά το [[κλεπτίστατος]] πλάστηκε μεταγενέστερα και [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] [[κλεπτίστερος]]].
}}
}}