3,276,932
edits
(eksahir) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[ínula]] | |esgtx=[[ínula]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑM [[κόνυζα]] και [[κνύζα]])<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], του φυτού Ιnula graveolens του γένους [[ίνουλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[κνύζα]], θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. <i>hnukr</i> «δυνατή [[οσμή]]» και να αναχθεί στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] με τα [[κνύω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίζω]] κ.λπ. Στην [[περίπτωση]] αυτή, ο τ. [[κόνυζα]] [[είναι]] μεταγενέστερο [[προϊόν]] μεταπλασμού, [[κατά]] τα <i>όρυζα</i>, [[μάνυζα]], [[επίσης]] ονομασίες [[φυτών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κονυζήεις]], [[κονυζίτης]]. | |||
}} | }} |