3,253,652
edits
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[κόνυζα]] και [[κνύζα]])<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], του φυτού Ιnula graveolens του γένους [[ίνουλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[κνύζα]], θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. <i>hnukr</i> «δυνατή [[οσμή]]» και να αναχθεί στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] με τα [[κνύω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίζω]] κ.λπ. Στην [[περίπτωση]] αυτή, ο τ. [[κόνυζα]] [[είναι]] μεταγενέστερο [[προϊόν]] μεταπλασμού, [[κατά]] τα <i>όρυζα</i>, [[μάνυζα]], [[επίσης]] ονομασίες [[φυτών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κονυζήεις]], [[κονυζίτης]]. | |mltxt=η (ΑM [[κόνυζα]] και [[κνύζα]])<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], του φυτού Ιnula graveolens του γένους [[ίνουλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[κνύζα]], θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. <i>hnukr</i> «δυνατή [[οσμή]]» και να αναχθεί στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] με τα [[κνύω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίζω]] κ.λπ. Στην [[περίπτωση]] αυτή, ο τ. [[κόνυζα]] [[είναι]] μεταγενέστερο [[προϊόν]] μεταπλασμού, [[κατά]] τα <i>όρυζα</i>, [[μάνυζα]], [[επίσης]] ονομασίες [[φυτών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κονυζήεις]], [[κονυζίτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόνυζα:''' -ης, ἡ, είδος φυτού με [[βαριά]] [[μυρωδιά]], πουλικάρια, [[ψυλλόχορτο]], αγγειόσπερμο [[φυτό]], ποιητ. [[κνύζα]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |