3,276,984
edits
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />frère <i>ou</i> père de la mère.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> nana « mère, petite mère ». | |btext=ου (ὁ) :<br />frère <i>ou</i> père de la mère.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> nana « mère, petite mère ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νέννος]] και στον <b>Ησύχ.</b> και [[νάννας]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[αδελφός]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας, ο [[θείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πατέρας]] της μητέρας, ο [[παππούς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νέννος]] (με αναδιπλασιασμό <i>νε</i>- και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>-) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», περσ. <i>nana</i>, σερβοκροατ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», ρωσ. <i>njanja</i> «[[τροφός]]». Το λατ. <i>nonnus</i>, <i>nonna</i> «[[τροφός]]» στο χριστιανικό [[λεξιλόγιο]] έλαβε τη σημ. «[[μοναχός]], [[καλόγερος]]» και απαντά και στη νεοελλ. με τον τ. [[νόννος]], <i>νόννα</i> «[[παππούς]], [[γιαγιά]]» και <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i>, <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ά</i> «[[ανάδοχος]]». Ο τ. εμφανίζεται και με [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νίν</i>[[ν]]<i>η</i> «[[μάμμη]], [[γιαγιά]]»)]. | |||
}} | }} |