3,276,932
edits
(26) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νέννος]] και στον <b>Ησύχ.</b> και [[νάννας]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[αδελφός]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας, ο [[θείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πατέρας]] της μητέρας, ο [[παππούς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νέννος]] (με αναδιπλασιασμό <i>νε</i>- και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>-) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», περσ. <i>nana</i>, σερβοκροατ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», ρωσ. <i>njanja</i> «[[τροφός]]». Το λατ. <i>nonnus</i>, <i>nonna</i> «[[τροφός]]» στο χριστιανικό [[λεξιλόγιο]] έλαβε τη σημ. «[[μοναχός]], [[καλόγερος]]» και απαντά και στη νεοελλ. με τον τ. [[νόννος]], <i>νόννα</i> «[[παππούς]], [[γιαγιά]]» και <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i>, <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ά</i> «[[ανάδοχος]]». Ο τ. εμφανίζεται και με [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νίν</i>[[ν]]<i>η</i> «[[μάμμη]], [[γιαγιά]]»)]. | |mltxt=[[νέννος]] και στον <b>Ησύχ.</b> και [[νάννας]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[αδελφός]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας, ο [[θείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πατέρας]] της μητέρας, ο [[παππούς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νέννος]] (με αναδιπλασιασμό <i>νε</i>- και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>-) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», περσ. <i>nana</i>, σερβοκροατ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», ρωσ. <i>njanja</i> «[[τροφός]]». Το λατ. <i>nonnus</i>, <i>nonna</i> «[[τροφός]]» στο χριστιανικό [[λεξιλόγιο]] έλαβε τη σημ. «[[μοναχός]], [[καλόγερος]]» και απαντά και στη νεοελλ. με τον τ. [[νόννος]], <i>νόννα</i> «[[παππούς]], [[γιαγιά]]» και <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i>, <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ά</i> «[[ανάδοχος]]». Ο τ. εμφανίζεται και με [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νίν</i>[[ν]]<i>η</i> «[[μάμμη]], [[γιαγιά]]»)]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">(maternal) uncle</b> (Thera, Poll., H., Eust.), <b class="b2">maternal grandfather</b> (Poll.; v. l. <b class="b3">νόννος</b>; on the meaning cf. <b class="b3">μήτρως</b>).<br />Derivatives: Besides <b class="b3">νάνναν τὸν τῆς μητρὸς η τοῦ πατρὸς ἀδελφόν οἱ δε την τούτων ἀδελφήν</b>. <b class="b3">νάννη μητρὸς ἀδελφή</b> H. Cf. also <b class="b3">νίν(ν)η</b> f. about <b class="b2">grandmother, mother-in-law?</b> (Thessalonica IIp).<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: Reduplicated Lall-words like e.g. Skt. <b class="b2">nanā́</b> f. [[mother]], [[mamma]], NPers. [[nana]] <b class="b2">id.</b>, Slav., e.g. Serbocr. [[nana]] [[mother]], Russ. <b class="b2">njánja</b> [[nurse]]; prob. also Lat. [[nonnus]], <b class="b2">-a</b> [[monk]], [[nun]], also <b class="b2">nurse-maid</b>. Further details in the separate dictionaries. On the Greek words see Schwyzer 315, 339, 423. Fur. 392 compares <b class="b3">ἐνεός</b>. which is not convincing. | |||
}} | }} |