πέσκος: Difference between revisions

32
(6_21)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέσκος''': τό, = [[πέκος]], δέρμα, [[δορά]], [[φλοιός]], Νικ. Θηρ. 549. - ([[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ [[σκέπω]]).
|lstext='''πέσκος''': τό, = [[πέκος]], δέρμα, [[δορά]], [[φλοιός]], Νικ. Θηρ. 549. - ([[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ [[σκέπω]]).
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. [[σκέπω]]. Κατ' [[άλλη]], νεώτερη [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πέκος]] «[[δέρμα]], [[περίβλημα]]» με [[επίδραση]] του τ. [[μέσκος]], ενώ κατ' άλλους από τη λ. [[πέλμα]].
}}
}}