3,253,716
edits
(6_21) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέσκος''': τό, = [[πέκος]], δέρμα, [[δορά]], [[φλοιός]], Νικ. Θηρ. 549. - ([[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ [[σκέπω]]). | |lstext='''πέσκος''': τό, = [[πέκος]], δέρμα, [[δορά]], [[φλοιός]], Νικ. Θηρ. 549. - ([[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ [[σκέπω]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. [[σκέπω]]. Κατ' [[άλλη]], νεώτερη [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πέκος]] «[[δέρμα]], [[περίβλημα]]» με [[επίδραση]] του τ. [[μέσκος]], ενώ κατ' άλλους από τη λ. [[πέλμα]]. | |||
}} | }} |