Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέσκος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(32)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. [[σκέπω]]. Κατ' [[άλλη]], νεώτερη [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πέκος]] «[[δέρμα]], [[περίβλημα]]» με [[επίδραση]] του τ. [[μέσκος]], ενώ κατ' άλλους από τη λ. [[πέλμα]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. [[σκέπω]]. Κατ' [[άλλη]], νεώτερη [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πέκος]] «[[δέρμα]], [[περίβλημα]]» με [[επίδραση]] του τ. [[μέσκος]], ενώ κατ' άλλους από τη λ. [[πέλμα]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[skind]], [[rind]] (Nic. Th. 549); <b class="b3">πεσκέων δερμάτων</b> H.; <b class="b3">ἀ-πεσκής</b> <b class="b2">without a cover, sheath</b> (<b class="b3">τόξα</b>; S. Fr. 626; not quite certain).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Rhiming to [[μέσκος]] (s. v.); after Güntert Reimw. 145 f. through cross with <b class="b3">πέκος</b>; or with <b class="b3">πέλμα</b> a. cogn.? Not with Prellwitz l.c. from <b class="b3">*πέκ-σκ-ος</b>.
}}
}}