ξενοδαΐκτης: Difference between revisions

27
(6_19)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοδαΐκτης''': -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, [[ἔνθα]] [[εἶναι]] τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ξενοδαίταν.
|lstext='''ξενοδαΐκτης''': -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, [[ἔνθα]] [[εἶναι]] τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ξενοδαίταν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοδαΐκτης]], δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαϊκτής]] ή -<i>δαΐκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>δαΐκτης</i>].
}}
}}