3,270,811
edits
(27) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξενοδαΐκτης]], δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαϊκτής]] ή -<i>δαΐκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>δαΐκτης</i>]. | |mltxt=[[ξενοδαΐκτης]], δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαϊκτής]] ή -<i>δαΐκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>δαΐκτης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξενοδᾰΐκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |