ξενοδαΐκτης
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
ξενοδαΐκτου, Dor. ξενοδαΐκτας, ὁ, one who murders guests or strangers, Pi.Parth.Fr.13.30; ξεινοδαΐκτης prob. cj. in E.HF391 (lyr.).
German (Pape)
ὁ, der Fremde od. Gäste mordet, in dor. Form ξενοδαΐκτας Eur. Herc.Fur. 391.
Russian (Dvoretsky)
ξενοδαΐκτης: дор. ξενο-δαΐκτᾱς, v.l. ξενοδαίκτας ου adj. m убивающий чужеземцев (Κύκνος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, ἔνθα εἶναι τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ ἀναγνωστέον ξενοδαίταν.
Greek Monolingual
ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή -δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχοδαΐκτης].
Greek Monotonic
ξενοδᾰΐκτης: -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.