3,277,002
edits
(6_18) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυρήσιμος''': -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει [[ξυρήκης]]. | |lstext='''ξυρήσιμος''': -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει [[ξυρήκης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυρήσιμος]], -ον (Α) [[ξυρησις]]<br />αυτός που έχει [[ανάγκη]] από [[ξύρισμα]] ή που [[είναι]] [[επιδεκτικός]] ξυρίσματος. | |||
}} | }} |