Anonymous

ξυρήσιμος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_18)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυρήσιμος''': -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει [[ξυρήκης]].
|lstext='''ξυρήσιμος''': -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει [[ξυρήκης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυρήσιμος]], -ον (Α) [[ξυρησις]]<br />αυτός που έχει [[ανάγκη]] από [[ξύρισμα]] ή που [[είναι]] [[επιδεκτικός]] ξυρίσματος.
}}
}}